δίφρους

δίφρους
δίφρος
chariot-board
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σελλάστρωσις — ώσεως, ἡ, Α 1. συμπόσιο κατά το οποίο οι παρευρισκόμενοι κάθονταν σε δίφρους 2. το στρώσιμο τών ιερών δίφρων τών θεαινών. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού λατ. sellisternium < sella (βλ. λ. σέλλα) + sterno «στρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • υποφέρω — ὑποφέρω ΝΜΑ [φέρω] υπομένω, αντέχω, ανέχομαι κάτι ή κάποιον (α. «δεν μπορεί να τόν υποφέρει» β. «ὑποφέρειν τὰς ἀδικίας», πάπ. γ. «γῆρας καὶ πενίαν ὑπενεγκεῑν», Αισχίν. δ. «κινδύνους καὶ φόβους ὑποφέρειν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. υποβάλλομαι σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”